μυστρίον

μυστρίον
μυστρίον, τὸ (Α)
βλ. μυστρί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μυστρίον — *Geom. neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυστρία — μυστρίον *Geom. neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυστρίοις — μυστρίον *Geom. neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυστρί — το (ΑΜ μυστρίον) [μύστρον] νεοελλ. εργαλείο με τριγωνικό χαλύβδινο έλασμα και λαβή με το οποίο οι οικοδόμοι και οι αμμοκονιαστές παίρνουν τον πηλό ή το κονίαμα και τό χρησιμοποιούν στην τοιχοδομία ή στην επίχριση μσν. μικρό σιδερένιο εργαλείο τών …   Dictionary of Greek

  • μυστριοπώλης — μυστριοπώλης, ὁ (Α) πωλητής μικρών μύστρων, δηλαδή κουταλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυστρίον + πώλης (< πωλώ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”